- αγακτιμένη
- ἀγακτιμένη, η (Α)η πόλη που έχει χτιστεί καλά ή σε καλή τοποθεσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγα- + κτίμενος (πρβλ. ἐϋκτίμενος), μτχ. κάποιου αθέματου ρήματος *κτίμαι (πρβλ. αρχ. ινδ. αθέμ. ρ. kseti, ksivanti «κατοικεί, κατοικούν» και μυκην. ki-ti-je-si = κτίεσι) «κατοικώ, οικώ», απ’ όπου το κτίζω «κατασκευάζω κατοικία, οικοδομώ, κτίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.